χούγιασμα

χούγιασμα
το, Ν [χουγιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουγιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χούγιασμα — το, ατος 1. δυνατές άναρθρες κραυγές για να φοβηθούν τα γιδοπρόβατα και να φύγουν από το σπαρμένο χωράφι. 2. απροκάλυπτη δυσφήμηση κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουγιαχτό — το, Ν χούγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουγιάζω (πρβλ. ουρλιάζω: ουρλιαχτό)] …   Dictionary of Greek

  • χουγιαχτό — το βλ. χούγιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”